ομόζωνος

ομόζωνος
ὁμόζωνος, -ον (Α)
(για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην ίδια θέση με άλλον στον ουράνιο θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. μονό-ζωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοζώνοις — ὁμόζωνος houses of the same heavenly body masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοζώνων — ὁμόζωνος houses of the same heavenly body masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόζωνα — ὁμόζωνος houses of the same heavenly body neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοζωνία — ὁμοζωνία, ἡ (Α) [ομόζωνος] (για αστέρα) το να βρίσκεται κανείς στην ίδια θέση με άλλον στον ουράνιο θόλο …   Dictionary of Greek

  • ομοζωνώ — ομοζωνῶ, έω (Α) [ομόζωνος] (για αστέρα) βρίσκομαι στην ίδια θέση με άλλον στον ουράνιο θόλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”